κροταλισμός

κροταλισμός
ο (Α κροταλισμός) [κροταλίζω]
κροτάλισμα*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κροταλισμός — ο βλ. κροτάλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κροτάλισμα — το, ατος και κροταλισμός, ο σύγκρουση των κροτάλων και ο κρότος που δημιουργείται απ αυτή, πλατάγισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”